- ταξόδιο
- (taxodium). Γένος κωνοφόρων ξυλωδών φυτών της οικογένειας των ταξοδιιδών. Είναι ψηλά δέντρα με φλοιό που έχει σχισμές. Αριθμεί 3 είδη τα οποία απαντούν στο νοτιοανατολικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής και στο Μεξικό. Το σπουδαιότερο είναι το τ. το δίστιχο που φυτρώνει σε βάλτους και στις όχθες των ποταμών. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό αλλά και για το ξύλο του, που έχει σημαντικές ιδιότητες.
* * *το, Νβοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ταξοδιίδες τής τάξης κωνοφόρα, το οποίο περιλαμβάνει δύο ή τρία είδη φυλλοβόλων ή λίγο πολύ αείφυλλων δένδρων που είναι ιθαγενή τών ελωδών περιοχών τής βόρειας Αμερικής, τού Μεξικού και τής Γουατεμάλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxodium].
Dictionary of Greek. 2013.